- αρτόδεντρο
- (artocarpus incica). Δέντρο της οικογένειας των μορεΐδών. Είναι τροπικό δέντρο, ιθαγενές της Αυστραλίας και της Ινδίας, με φύλλα πλατιά, μεγάλα, βαθυσχιδή, με 3-9 λοβούς και με μικρά δίκλινα άνθη, τα αρσενικά μόνοικα σε κρεμαστές τούφες (ίουλοι), τα θηλυκά σε πυκνά σύνολα σχεδόν σφαιρικά.
To α. καλλιεργείται γιατί παράγει καρπό με συμπαγή σάρκα, πλούσια σε άμυλο, που μοιάζει αρκετά με ψίχα σταρένιου ψωμιού. Οι δύο γνωστότερες ποικιλίες του είδους αυτού διαφέρουν στη διαμόρφωση του καρπού, που είναι μεγαλύτερος και βαρύτερος (από 1-3 κιλά) και χωρίς σπέρματα στο ένα (απύρηνη ποικιλία), ενώ στο άλλο είναι μικρότερος και γεμάτος με 60-80 μεγάλα σπέρματα, όμοια με κάστανα, που τρώγονται κατά προτίμηση ψημένα. Οι καρποί της πρώτης κυρίως ποικιλίας χρησιμοποιούνται αντί για ψωμί από τους κατοίκους των περιοχών όπου φύεται. Σε αυτό οφείλεται και η ονομασία του φυτού. Η συγκομιδή των καρπών γίνεται νωρίς, πριν ακόμη ωριμάσουν, για να αποτραπεί η μετατροπή του αμύλου σε ολιγοσάκχαρο. Οι καρποί αυτοί τρώγονται και μαγειρεμένοι, όπως οι πατάτες.
Φυτεία αρτόδεντρων στην Ωκεανία.
Dictionary of Greek. 2013.